- καχεξία
- Βαριά εξασθένηση του οργανισμού που ακολουθεί τον υποσιτισμό, την ασιτία ή χρόνια νοσήματα. Χαρακτηριστικά αυτής της παθολογικής κατάστασης είναι η έντονη απίσχνανση, η άμβλυνση των ψυχικών λειτουργιών και η ατροφία όλων των οργάνων και των ιστών, στα οποία προστίθενται διαταραχές του μεταβολισμού. Οι συχνότερες μορφές κ. είναι εκείνες που οφείλονται σε κακοήθεις όγκους, σε χρόνιες λοιμώξεις, σε νοσήματα του πεπτικού συστήματος και σε μερικές παθήσεις των ενδοκρινών αδένων, όπως η νόσος του Σίμοντς.
* * *η (ΑΜ καχεξία)ιατρ. βαριά διαταραχή και εξασθένηση όλων τών λειτουργιών τής θρέψηςαρχ.1. μτφ. (για την ψυχή) κακή διάθεση, δυσαρέσκεια2. (ως φιλολογικός όρος)το κακό ύφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < καχέκτης. Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cachexia < υστερολατ. cachexia < καχεξία < καχ[ό]- (πρβλ. κακ-[ο]-*) + -ἑξία < -έκτης < ἔχω, πρβλ. μέλλ. ἕξω)].
Dictionary of Greek. 2013.